- προεισηγέομαι
- προεισ-ηγέομαι,A introduce previously, [voice] Pass.,
οἷς μὴ ἀρέσκοιτο τὰ προεισηγημένα J.AJ19.2.2
(v.l. προεισηγμένα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἷς μὴ ἀρέσκοιτο τὰ προεισηγημένα J.AJ19.2.2
(v.l. προεισηγμένα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεισηγεῖται — προεισηγέομαι introduce previously pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισηγηθῆναι — προεισηγέομαι introduce previously aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισηγησαμένου — προεισηγέομαι introduce previously aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)